αρχευω

αρχευω
    ἀρχεύω
    начальствовать, предводительствовать
    

(τινί Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αρχευω" в других словарях:

  • ἀρχεύω — command pres subj act 1st sg ἀρχεύω command pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχεύω — (Α ἀρχεύω) νεοελλ. 1. αρχίζω κάτι 2. (αμτβ.) είμαι στην αρχή αρχ. είμαι αρχηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός ή, λιγότερο πιθ., παρεκτεταμένος τ. του ρ. άρχω αναλογικά προς τα αριστεύω, βασιλεύω] …   Dictionary of Greek

  • ἀρχεύοντα — ἀρχεύω command pres part act neut nom/voc/acc pl ἀρχεύω command pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεύειν — ἀρχεύω command pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεύοντες — ἀρχεύω command pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρχευε — ἀρχεύω command pres imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρχεύοντι — ἐπί ἀρχεύω command pres part act masc/neut dat sg ἐπί ἀρχεύω command pres ind act 3rd pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Timeo (diálogo) — Para otros usos de este término, véase Timeo (desambiguación). Platón y Aristóteles en La escuela de Atenas, pintura de Rafael. Platón está sosteniendo el Timeo. Aristóteles sostiene una copia de su Ética a Nicómaco. El Timeo es un diálog …   Wikipedia Español

  • καταρχεύω — (Μ) αρχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρχεύω «αρχίζω» (παρεκτεταμένος τ. τού ἄρχω)] …   Dictionary of Greek

  • αρχίζω — και αρχινώ και αρχεύω άρχισα, αρχίνησα και άρχεψα, αρχίστηκα, αρχισμένος και αρχινημένος 1. μτβ., κάνω αρχή κάποιας πράξης, βάζω εμπρός: Συνήθως τέτοιαν ώρα αρχίζω τη δουλειά μου. 2. αμτβ., βρίσκομαι στην αρχή: Όπου να ναι, αρχίζει ο χειμώνας.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρχεύοι — ἀρχεύοῑ , ἀρχεύω command pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»